- εὔπεζος
- εὔπεζοςwith beautiful feetmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπεζος — εὔπεζος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. εξά πεζος, τετρά πεζος] … Dictionary of Greek